- επάλειψη
- [-ις (-εως)] η1) смазывание, намазывание; 2) обмазывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επάλειψη — η (AM ἐπάλειψις) [επαλείφω] η ενέργεια τού επαλείφω, η επίχριση νεοελλ. ιατρ. η επίχριση πάνω στο δέρμα ή σε βλεννογόνο φαρμακευτικής ουσίας σε ρευστή μορφή, για να απορροφηθεί από τους πόρους τού δέρματος … Dictionary of Greek
επάλειψη — η 1. το άλειμμα επιφάνειας με λιπαρή ή και άλλη ουσία. 2. το να αλείφεται δερματική επιφάνεια ή βλεννογόνος με φάρμακο (ή αλοιφή) για θεραπευτικό σκοπό. 3. (ναυτ.), το βάψιμο των μεταλλικών υφάλων πλοίου με μεταλλική βαφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαλείψῃ — ἐπαλείψηι , ἐπάλειψις painting over fem dat sg (epic) ἐπαλείφω smear over aor subj mid 2nd sg ἐπαλείφω smear over aor subj act 3rd sg ἐπαλείφω smear over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο … Dictionary of Greek
αλειπτός — ἀλειπτός, όν (Α) 1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες τὰ ἀλειπτά φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού ρ. ἀλείφω. ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
αλοιφείον — ἀλοιφεῖον, το (Μ) [αλοιφή] εργαλείο με το οποίο γινόταν η επάλειψη ή, σύμφωνα με άλλους, το δωμάτιο όπου ετοιμάζεται το υλικό για την επάλειψη … Dictionary of Greek
γάνωμα — το (AM γάνωμα) [γάνος] 1. στιλπνότητα, γυαλάδα 2. επάλειψη τής εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο νεοελλ. 1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα τα χαλκώματα, τα χάλκινα… … Dictionary of Greek
μύρωμα — το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο (νεοελλ. μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
πασσάλειμμα — το [πασσαλείφω] 1. πρόχειρη και κακότεχνη επάλειψη 2. (ειρωνικά) επάλειψη τού προσώπου με πολλά καλλυντικά και με άτεχνο τρόπο 3. μτφ. απόκτηση ατελών γνώσεων, ημιμάθεια … Dictionary of Greek